- ξεμπρατσώνομαι
- 1) обнажать, оголять руки (от плеча до кисти);2) прям. , перен. засучивать рукава
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμπρατσώνομαι — ξεμπρατσώθηκα, ξεμπρατσωμένος 1. γυμνώνω τα μπράτσα μου: Ξεμπρατσώθηκε να πλύνει. 2. μτφ., επιχειρώ αποφασιστικά ή πρόθυμα κάτι, αλλ. ανασκουμπώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεμπράτσωμα — το [ξεμπρατσώνομαι] το αποτέλεσμα τού ξεμπρατσώνομαι, ξεμανίκωμα, ανασκούμπωμα … Dictionary of Greek
ξεμπρατσώνω — 1. γυμνώνω τα μπράτσα κάποιου 2. (συν. το μέσ.) ξεμπρατσώνομαι α) γυμνώνω τα μπράτσα μου, τους βραχίονες μου, ξεμανικώνομαι β) επιχειρώ να κάνω κάτι με αποφασιστικότητα, ανασκουμπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(έ) * + μπράτσο] … Dictionary of Greek